νεραϊδοπαίρνω

νεραϊδοπαίρνω
(αόρ. νεραϊδοπήρα) μετ. фольк, околдовывать, напускать чары, порчу, лишать рассудка (о русалке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νεραϊδοπαίρνω" в других словарях:

  • νεραϊδοπαίρνω — 1. παίρνω τον νου κάποιου σαν να είμαι νεράιδα, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του 2. συναρπάζω, γοητεύω, σαγηνεύω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) νεραϊδοπαρμένος, η, ο αυτός που οι νεράιδες τού πήραν τον νου και περιφέρεται σε κατάσταση νοσηρής… …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδοπαρμένος — η, ο βλ. νεραϊδοπαίρνω …   Dictionary of Greek

  • νεραϊδόπαρμα — το [νεραϊδοπαίρνω] (λαογρ.) τρέλα που οφείλεται στη δαιμονική επίδραση νεράιδας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»